περιπάτημα

περιπάτημα
περιπάτημα, το και περπάτημα, το, -ατος
1. βάδισμα, πορεία: Πρήστηκαν τα πόδια μου από το περπάτημα.
2. τρόπος βαδίσματος: Λεβέντικο περπάτημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιπάτημα — το, ΝΜ, και περπάτημα και πορπάτημα, Ν [περιπατώ / περπατώ] ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο περπατάει κάποιος, η περπατησιά νεοελλ. 1. το να περπατάει κανείς, το να βαδίζει πεζή, η πορεία («κουράστηκα απ το πολύ περπάτημα» 2. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • περπάτημα — το, Ν βλ. περιπάτημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”