- περιπάτημα
- περιπάτημα, το και περπάτημα, το, -ατος1. βάδισμα, πορεία: Πρήστηκαν τα πόδια μου από το περπάτημα.2. τρόπος βαδίσματος: Λεβέντικο περπάτημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.